αναβαπτισμός

αναβαπτισμός
ο
1) анабаптизм; 2) см. αναβάπτισις

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναβαπτισμός" в других словарях:

  • αναβαπτισμός — ο (Α ἀναβαπτισμὸς) [ἀναβαπτίζω] το εκ νέου βάπτισμα, ξαναβάφτισμα νεοελλ. 1. το δεύτερο βάφτισμα αυτών που προσχωρούν στην αίρεση τών Αναβαπτιστών* 2. ψυχική ή πνευματική ανακάθαρση …   Dictionary of Greek

  • Anabaptismo — (Del gr. ana, de nuevo + baptizo, bautizar.) ► sustantivo masculino RELIGIÓN Doctrina cristiana nacida tras la Reforma, que considera ineficaz el bautismo antes del uso de razón y defiende un segundo bautismo. * * * anabaptismo (del lat.… …   Enciclopedia Universal

  • αναβάπτισμα — το [αναβαπτίζω] ο αναβαπτισμός …   Dictionary of Greek

  • αναβαπτίζω — (Α ἀναβαπτίζω) βαπτίζω εκ νέου, ξαναβαφτίζω νεοελλ. ανακαινίζω, ανακαθαίρω με νέο βάπτισμα αρχ. βυθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαπτίζω. ΠΑΡ. αναβαπτισμός μσν. νεοελλ. αναβάπτισις ( η), αναβάπτισμα νεοελλ. αναβαπτιστής] …   Dictionary of Greek

  • Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… …   Dictionary of Greek

  • anabaptismo — (Del lat. anabaptismus, y este del gr. ἀναβαπτισμός, segundo bautismo). m. Doctrina de los anabaptistas …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»